- κρύβδα
- κρύβδα (Α)επίρρ. βλ. κρύβδην.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρύβδα — without the knowledge of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύβδ' — κρύβδα , κρύβδα without the knowledge of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύβδαν — κρύβδᾱν , κρύβδην secretly doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… … Dictionary of Greek
крыть — крою, скрыть, открыть, укр. крити, крию, блр. крыць, крыю, ст. слав. крыти, крыѭ κρύπτω, ἀποκρύπτω, болг. крия скрываю , сербохорв. кри̏ти, кри̏jе̑м, словен. kriti, krȋjem, чеш. kryti крыть, покрывать , слвц. krуt᾽, польск. kryc, в. луж. kryc, н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μίγα — (Α) επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ τού μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
μων — μῶν (Α) επίρρ. α) (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται αρνητική απάντηση) ώστε όχι, ώστε δεν («μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;», Σοφ.) β) φρ. «μῶν οὐ» και «μῶν μή» (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται καταφατική… … Dictionary of Greek